- υποφαινόμενος
- -η, -ο1. αυτός που υπογράφει σε έγγραφο, ο υπογραμμένος: Έλαβα ο υποφαινόμενος τρεις χιλιάδες ευρώ κτλ.2. εγώ: Ποιος μίλησε; –Ο υποφαινόμενος (κατάχρηση στον προφορικό λόγο).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.